μπουζουριάζω

μπουζουριάζω
μπουζούριασα, μπουζουριάστηκα, μπουζουριασμένος, ρίχνω στη φυλακή κάποιον, φυλακίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπουζουριάζω — 1. συλλαμβάνω και φυλακίζω 2. καταβροχθίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”